προδιῴκητο

προδιῴκητο
προδιοικέω
regulate
plup ind mp 3rd sg
προδιοικέω
regulate
plup ind mp 3rd sg (ionic)
προδιοικέω
regulate
plup ind mp 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προδιοικώ — έω, Α 1. διευθετώ, ρυθμίζω, τακτοποιώ προηγουμένως κάτι («ἡτοίμαστω δ αὐτοῑς τοῡτο τὸ προβούλευμα καὶ προδιῴκητο», Δημοσθ.) 2. (σχετικά με τροφή) χωνεύω προηγουμένως («σιτία προδιωκημένα», Αντυλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διοικῶ «διευθετώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”